- πελοποννασιστί
- Αεπίρ. κατά την διάλεκτο τών Πελοποννησίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πελοπόννησος + επιρρμ. κατάλ. -ιστί, πιθ. μέσω αμάρτυρου *πελοποννᾱσίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πελοποννασιστί — Πελοποννᾱσιστί , Πελοποννασιστί indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)